Μύθοι τότε, παραμύθια σήμερα

Το παραμύθι σύμφωνα με τη λαογραφία είναι μια φανταστική ιστορία, που διαθέτει έντονα τα στοιχεία του μαγικού, του υπερφυσικού και του απίθανου. Συνήθως έχει πρωταγωνιστές υπεράνθρωπα όντα (όπως γίγαντες, δράκους, νεράιδες, κ.ά.), αλλά και πρόσωπα ικανά μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης για υπεράνθρωπα κατορθώματα.

Το παραμύθι χρησιμοποιήθηκε αλλά και χρησιμοποιείται από όλους τους λαούς σε όλες τις εποχές για ψυχαγωγικό, διδακτικό και συμβολικό σκοπό. Παραμύθια λέγονται από την εποχή που δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. Οι πρώτοι παραμυθάδες ασκούσαν επαγγελματικά την τέχνη του παραμυθιού και προσάρμοζαν στις συνήθειες της κάθε εποχής το πλήθος των παραμυθιών που είχαν παραλάβει προφορικά. Συνεχιστές τους οι διάσημοι αοιδοί που στις έμμετρες αφηγήσεις τους περιελάμβαναν μύθους και μοτίβα παραμυθιών, συχνά επαναλαμβανόμενα. Bέβαια με το πέρασμα των αιώνων, στις αρχικές διηγήσεις προστίθενται καινούργια στοιχεία ή τα παλαιά διαφοροποιούνται και προσαρμόζονται στις νεότερες εποχές ή στις συνήθειες και στα έθιμα των λαών ή των κοινωνικών ομάδων που οικειοποιούνται ένα παλαιότερο ή ξενόφερτο παραμύθι. Γιατί το παραμύθι ήταν ένα πολύ ευκίνητο λογοτεχνικό είδος και εύκολα μέσω της προφορικής επανάληψης μπορούσε να διαδοθεί και να εισχωρήσει ως δάνειο και αργότερα να ενσωματωθεί στην κουλτούρα ενός λαού.

Διάφορες θεωρίες διατυπώθηκαν σχετικά με την καταγωγή του παρμυθιού.

Η ινδοευρωπαϊκή θεωρία:

Η πρώτη θεωρία, η οποία ονομάστηκε και μονογενετική, για την προέλευση των παραμυθιών προήλθε από τους αδερφούς Γκριμ το 1819. Διατύπωσαν την άποψη ότι τα παραμύθια –παρότι νεότερα από τους μύθους και τα επικά τραγούδια– προέρχονταν από έναν κοινό χώρο, την κοιτίδα του ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού, και από εκεί μετακινήθηκαν μαζί με τα ινδοευρωπαϊκά φύλα. Βασική ιδέα των Grimm ήταν ότι «τα παραμύθια ήταν εκπεπτωκότες μύθοι (δηλαδή μύθοι που απώλεσαν τα βασικά τους στοιχεία και έγιναν απλούστεροι) και μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο μέσα από μια κατάλληλη ερμηνεία των μύθων από τους οποίους προήλθαν». Η θεωρία αυτή δεν τεκμηρίωσε την ινδοευρωπαϊκή προέλευση των παραμυθιών, αφήνοντας αναπάντητα πολλά ερωτήματα.

Η μυθολογική θεωρία:

Παρόμοια θεωρία με την πρώτη ήταν και αυτή του Μαξ Μόλερ (Max Möller), ο οποίος το 1856 υποστήριξε ότι τα παραμύθια προήλθαν από ηλιακούς μύθους των Ινδοευρωπαίων, που περιλαμβάνονταν στο ιερό βιβλίο Ριγκ Βέντα (Rig-Veda). Ο Möller, στηριζόμενος, όπως φαίνεται, στη θεωρία των εκπεπτωκότων μύθων, ισχυρίστηκε ότι αρχικά οι μύθοι εξέφραζαν αφηρημένες έννοιες, όπως για παράδειγμα οι ιστορίες γύρω από τον ήλιο ως κεντρικό πρόσωπο και πρωταγωνιστές τη Νύχτα, τον Ουρανό, την Αυγή κ.ά. αλλά καθώς διαδόθηκαν από την Ινδία στους λαούς της Ευρώπης και της Ασίας έχασαν το αρχικό τους νόημα. Προσπαθώντας οι λαοί να ερμηνεύσουν τα απομεινάρια αυτής της μυθολογίας έφτιαξαν τα παραμύθια. Οι οπαδοί αυτής της θεωρίας παρέβλεψαν το γεγονός ότι η Ριγκ Βέντα, στην οποία στηρίχθηκαν δεν ήταν δημιούργημα λαϊκής προέλευσης αλλά του ινδικού ιερατείου.

Η ινδική θεωρία:

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1859, εμφανίστηκε η ινδική θεωρία, η οποία διατυπώθηκε από τον Γερμανό φιλόλογο και σανσκριτολόγο Τέοντορ Μπένφαϊ στη μακροσκελή εισαγωγή της γερμανικής μετάφρασης (1959) της Πανταστάντρα, της παλαιότερης ινδικής συλλογής παραμυθιών. Σύμφωνα με τον Μπένφαϊ, οι μύθοι προέρχονται από τη Δύση και κυρίως από τους ελληνικούς μύθους του Αισώπου, σε αντίθεση με τα παραμύθια που προέρχονται από την Ινδία και μάλιστα από την ινδουιστική και βουδιστική της παράδοση. Πολλά από αυτά τα παραμύθια διαδόθηκαν πριν από τον 10° αιώνα μέσω της προφορικής παράδοσης προς τη βόρεια Ασία και προς τη Δύση. Άλλα παραμύθια, κυρίως μετά τον 10° αιώνα, διαδόθηκαν στην Ευρώπη μέσα από μια μακριά σειρά διαδοχικών μεταφράσεων (με έντονη την ισλαμική επίδραση), κυρίως μέσω του Βυζαντίου, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Σύμφωνα πάντα με τον Μπένφαϊ, κάποια άλλα παραμύθια με βουδιστική έμπνευση διαδόθηκαν από την Ινδία στην Κίνα και το Θιβέτ και από εκεί, μέσω των Μογγόλων,έφθασαν στην Ευρώπη. Πολύ σύντομα η θεωρία ξεπεράστηκε, αφού αποδείχτηκε ότι η Ινδία ήταν μια από τις κυριότερες πηγές δημιουργίας των παραμυθιών, δεν ήταν όμως η μοναδική.

Η πολυγενετική ή ανθρωπολογική θεωρία:

Το 1873 οι Άγγλοι ανθρωπολόγοι Έντουαρντ Τέιλορ και Άντριου Λανγκ, επηρεασμένοι από την θεωρία της εξέλιξης των ειδών του Δαρβίνου, διατύπωσαν μια καινούργια θεωρία. Σύμφωνα μ’ αυτή, η καταγωγή των παραμυθιών θα έπρεπε να αναζητηθεί στη διανοητικότητα και στις ψυχικές δυνάμεις του πρωτόγονου ανθρώπου, ο οποίος έβλεπε τη φύση, τον ήλιο, τους ανέμους, κ.ά., σαν όντα με ψυχή. Η συγκεκριμένη θεωρία, που δεχόταν την ομοιότητα του ψυχικού και πνευματικού κόσμου όλων των πρωτόγονων ανθρώπων, θεωρούσε δυνατή την παράλληλη δημιουργία παρόμοιων βασικών διηγήσεων σε εντελώς διαφορετικά σημεία του πλανήτη.

Η ιστορικογεωγραφική θεωρία:

Ο Φιλανδός λαογράφος και φιλόλογος Άντι Άαρνε, που όπως ανέφερα δημοσίευσε ένα διεθνή κατάλογο των λαϊκών διηγήσεων το 1910, διατύπωσε μια καινούρια θεωρία με τον επίσης Φιλανδό Κάαρλε Κρον. Οι δυο επιστήμονες υποστήριξαν, ότι ένα παραμύθι σε μια χώρα μεταδίδεται από γενιά σε γενιά με ένα σταθερό τρόπο, χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις. Όταν όμως μεταδίδεται σε κάποια άλλη χώρα, αλλάζει και προσαρμόζεται στο νέο πολιτιστικό περιβάλλον.

Η συμβολιστική θεωρία:

Ο γάλλος Σεντύβ (Saintyves) μελέτησε τα παραμύθια του Περρώ και διατύπωσε την άποψη ότι προέρχονταν από παλιές τελετουργίες. Ο γάλλος Βαν Γκένεπ (Van Gennep) σύνδεσε το παραμύθι με τον τοτεμισμό και τις σχετικές τελετές. Ο Γερμανός Νάουμαν (Naumann( υποστήριξε ότι υπάρχουν πολλά ίχνη λατρευτικών τελετών στο παραμύθι, αλλά πρέπει να διερευνηθούν προσεκτικά. Οι θεωρίες αυτές έχουν συμβάλλει στην κατανόηση των παραμυθιών, αλλά δεν εξηγούν την καταγωγή τους επαρκώς. Όπως στην πολυγενετική θεωρία, έτσι και εδώ οι «συμβολιστές» θεωρούν ότι όλες οι πρωτόγονες κοινωνίες παρουσιάζουν μια ομοιομορφία, πολύ περισσότερο από ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Η ψυχολογική - ψυχαναλυτική θεωρία:

Μια άλλη, τέλος, θεωρία, τις βάσεις της οποίας έθεσε ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, υποστηρίζει την καταγωγή του παραμυθιού από το όνειρο. Η ψυχολογική θεωρία προσέγγισε και ερμήνευσε το παραμύθι με τρεις διαφορετικούς τρόπους, με τη κλινική προσέγγιση τη χρήση δηλαδή μαγικών παραμυθιών για τη διάγνωση και την ψυχαναλυτική θεραπεία των ασθενών, τη θεωρητική προσέγγιση, που βασίζεται στη μελέτη του ανθρώπινου ψυχισμού, και τη κειμενοαναλυτική προσέγγιση, η οποία μελετά και αναλύει το παραμύθι με ψυχαναλυτικούς όρους. Η θεωρία αυτή, αν και δεν κατάφερε να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στην προέλευση των παραμυθιών, κατάφερε να προσφέρει μια νέα διάσταση στη μελέτη τους.

Η μορφολογία του παραμυθιού:

Σύμφωνα με τη θεωρία του Ρώσου V. Propp θα πρέπει, πριν ασχοληθούμε με τόπο καταγωγής και τον τρόπο διάδοσης των παραμυθιών, να προσδιορίσουμε τι είναι τα παραμύθια, δηλαδή να ορίσουμε το περιεχόμενό τους. Κύριος στόχος του ήταν μέσα από το έργο του Μορφολογία του Παραμυθιού να δώσει μια απάντηση στο θέμα της ομοιότητας μεταξύ των παραμυθιών διάφορων λαών. Έτσι ο Προπ υποστήριξε ότι η κατάτμηση του παραμυθιού στα συστατικά του μέρη και η μεταγενέστερη επεξεργασία του ήταν ο ορθότερος τρόπος μελέτης του.

Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Παραμύθι

 

Υπάρχει ένας κόσμος όπου η ελπίδα και τα όνειρα μπορούν να κρατήσουν για πάντα.

Η μικρή γοργόνα - Hans Christian Andersen